διοχετεύω — διοχετεύω, διοχέτευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διοχετεύω — διοχέτευσα, διοχετεύτηκα, μεταφέρω με αγωγό υγρό ή αέριο ή ηλεκτρικό ρεύμα με καλώδια: Υπάρχουν μεγάλοι υπόγειοι αγωγοί, που διοχετεύουν φυσικό αέριο στην πόλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εποχετεύω — (AM ἐποχετεύω) διοχετεύω, στέλνω νερό σε κάποιο σημείο με οχετό, με αυλάκι αρχ. παθ. ἐποχετεύομαι ποτίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οχετεύω «διοχετεύω»] … Dictionary of Greek
διοχετεύει — διοχετεύομαι pres ind mp 2nd sg διοχετεύομαι pres ind act 3rd sg διοχετεύω furnish with channels pres ind mp 2nd sg διοχετεύω furnish with channels pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοχετεύουσιν — διοχετεύομαι pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διοχετεύομαι pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διοχετεύω furnish with channels pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διοχετεύω furnish with channels … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιοχέτευτος — η, ο [διοχετεύω] αυτός που δεν έχει διοχετευθεί … Dictionary of Greek
ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 … Dictionary of Greek
διασωληνίζω — (Μ) διοχετεύω με σωλήνα … Dictionary of Greek
διοχέτευση — η [διοχετεύω] 1. μεταφορά ή μεταβίβαση υγρού ή αερίου με τη βοήθεια οχετού 2. μεταβίβαση χωρίς τη μεσολάβηση αγωγού (π.χ. με καλώδιο) 3. φρ. «διοχέτευση ειδήσεων, πληροφοριών κ.λπ.» παροχή επιλεκτική ή κρυφή … Dictionary of Greek
διοχετεία — διοχετεία, η (Α) [διοχετεύω] το υδραγωγείο … Dictionary of Greek